- αρχόντισσα
- αρχόντισσα ηмонахиня, которая несет послушание в архондарике
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
άρχοντας — Το πρόσωπο που ασκούσε την εξουσία στην αρχαία Αθήνα και γενικότερα στην ελληνική αρχαιότητα. Οι ά. παρουσιάζονται στην Αθήνα μετά την κατάργηση της βασιλείας (1091 ή 1088 ή 1068 π.Χ.). Οι αριστοκράτες που ανέλαβαν την εξουσία ανέβασαν στην αρχή… … Dictionary of Greek
Ossetic language — Ossetian Spoken in Russia (North Ossetia) Georgia … Wikipedia
Ясский язык — Страны: Венгрия Вымер: нач. XIX в … Википедия
Аланский язык — Страны: Алания Регионы: Северный Кавказ … Википедия
Nikos Rizos — For other uses, see Rizos. Nikos Rizos Νίκος Ρίζος Born September 30, 1924(1924 09 30) Peta, Greece Died April 20, 1999(1999 04 20) (aged 74) Athens, Greece Occupation … Wikipedia
Dínos Dimópoulos — (grec moderne : Ντίνος Δημόπουλος) né le 21 août 1921 à Palairos (Acarnanie) et mort à Athènes le 28 février 2003, était un acteur, scénariste, dramaturge, réalisateur et metteur en scène de théâtre et cinéma grec. Sommaire 1 Biographie … Wikipédia en Français
Авлонитис, Василис — Эту статью следует викифицировать. Пожалуйста, оформите её согласно правилам оформления статей … Википедия
Ροδίτης — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 390 μ.) του νομού Κοζάνης. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (17 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, τα Κουβούκλια (υψόμ. 395 μ.). 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ.), στην… … Dictionary of Greek
αρχοντογυναίκα — η η αρχόντισσα, αυτή που έχει μεγαλοπρεπή και επιβλητική εξωτερική εμφάνιση … Dictionary of Greek
δεσποινίδα — και δεσποινίς, η (Μ δεσποινίς) [δέσποινα] νεοελλ. 1. νεαρή γυναίκα 2. ανύπαντρη γυναίκα μσν. 1. κυρία, αρχόντισσα 2. αρχοντοπούλα … Dictionary of Greek
δόμνα — Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Στα χρόνια του Μαξιμιανού (245 310) ήταν ιέρεια στον ναό των ανακτόρων του στη Νικομήδεια. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό. Η μνήμη της τιμάται στις 28 Δεκεμβρίου. * * * δόμνα, η (Μ 1. σύζυγος, γυναίκα 2. (ως… … Dictionary of Greek